- ἁδροί
- ἁδρόομαιgrow stoutpres subj mid 2nd sgἁδρόομαιgrow stoutpres ind mid 2nd sgἁδρόςthickmasc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αδρός — ή, ό (Α ἁδρός, ά, όν και ός, όν) 1. (κυρίως για καρπούς) μεστός, γεμάτος 2. παχύς, πυκνός 3. ογκώδης 4. έντονος, τραχύς, ισχυρός, σκληρός 5. μεγάλος, πολύς, άφθονος, πλούσιος αρχ. 1. βίαιος 2. (για πρόσωπα) ωραίος, σωματώδης 3. (για αβγά) αυτό… … Dictionary of Greek
Βαλαωρίτης, Αριστοτέλης — (Λευκάδα 1824 – 1879). Πολιτικός και ποιητής. Ήταν γόνος αρματολικής οικογένειας από τη Βαλαώρα της Ευρυτανίας ή της Ηπείρου (δεν έχει ξεκαθαριστεί), που είχε εγκατασταθεί στη Λευκάδα από τα τέλη του 17ου με αρχές του 18ου αι. Παρακολούθησε… … Dictionary of Greek